Τα αλλόχθονα είδη ψαριών (non-indigenous, non-native) κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: α) των ξενικών (alien) και β) των αλλότοπων ειδών (translocated), ανάλογα την βιογεωγραφική περιοχή από την οποία έχουν προέλθει. Ως ξενικά ορίζονται τα είδη τα οποία δεν αποτελούν μέρος της φυσικής ιχθυοπανίδας της χώρας που έχουν εισαχθεί, ενώ ως αλλότοπα τα αυτόχθονα ψάρια της ίδιας της χώρας που έχουν εισαχθεί σε περιοχές εκτός των ορίων της φυσικής τους κατανομής, αλλά εντός των συνόρων της.
Ανεξαρτήτως της προέλευσής τους, τα αλλόχθονα είδη μπορούν να εξελιχθούν περαιτέρω σε εισβολικά είδη (χωροκατακτητικά) όταν εγκατασταθούν επιτυχώς και εξαπλωθούν τάχιστα σε μεγαλύτερες περιοχές από αυτές που αρχικά εισήχθησαν. Η ολοένα αυξανόμενη εξάπλωση των εισβολικών ψαριών (invasive fish species) σε συνεχώς νέα οικοσυστήματα συμβαίνει είτε λόγω της μεγάλης αναπαραγωγικής τους ικανότητας και προσαρμοστικότητας είτε διότι, στο νέο περιβάλλον δεν έχουν φυσικούς εχθρούς που θα τα περιορίσουν. Υπολογίζεται ότι από το σύνολο των ειδών που έχουν εισαχθεί στα οικοσυστήματα της Ευρώπης το 10-15% είναι εισβολικά με σημαντικά δυσμενείς επιπτώσεις στη τοπική βιοποικιλότητα και στην οικονομία.
Ειδικότερα, σε χώρες με υψηλό βαθμό ενδημισμού, όπως είναι η Ελλάδα, οι κίνδυνοι όπως η διαταραχή των δομών και των λειτουργιών των οικοσυστημάτων, η απειλή της βιοτικής τους ομογενοποίησης, καθώς και η κυριολεκτική εξάλειψη ειδών, μέσω της εξάπλωσης των χωροκατακτητικών ψαριών, ελλοχεύουν διαρκώς.